αμάμαξυς

αμάμαξυς
ἀμάμαξυς (-υος και -υδος), η (Α)
κληματαριά που στηρίζεται σε δύο πασσάλους
2. χωλός που στηρίζεται σε δύο βακτηρίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολογίας. Απαντά και τ. άμάμαξυς με δασεία κατά παρετυμολογική σύνδεση με το επίρρ. ἅμα «συγχρόνως, μαζί»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἁμάμαξυς — vine trained on two poles fem nom sg ἁμάμαξυς vine trained on two poles fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμάμαξυν — ἁμάμαξυς vine trained on two poles fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδαμάμαξυς — αμάξυος, ὁ, Α ψευδής άμπελος, φυτό που μοιάζει με κλήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ἁμάμαξυς «άμπελος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”