- αμάμαξυς
- ἀμάμαξυς (-υος και -υδος), η (Α)κληματαριά που στηρίζεται σε δύο πασσάλους2. χωλός που στηρίζεται σε δύο βακτηρίες.[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολογίας. Απαντά και τ. άμάμαξυς με δασεία κατά παρετυμολογική σύνδεση με το επίρρ. ἅμα «συγχρόνως, μαζί»].
Dictionary of Greek. 2013.